βάλσαμο

βάλσαμο
baume

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βάλσαμο — βάλσαμο, το και μπάλσαμο, το 1. ευωδιαστή ρητίνη που εκκρίνεται από διάφορα δέντρα. 2. ονομασία γενική των φυτών που εκκρίνουν ουσίες αρωματικές. 3. καθετί που ανακουφίζει τον πόνο, τη θλίψη ή ευχαριστεί τις αισθήσεις: Τα λόγια σου ήταν βάλσαμο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάλσαμο — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την …   Dictionary of Greek

  • Τολού — Ν φρ. «βάλσαμο Τολού» χημ. καστανόχρωμο υγρό βάλσαμο που παράγεται από την ποικιλία δένδρου Μyroxylon balsamum var. toluiferum τού γένους μυρόξυλο και χρησιμοποιείται τόσο στην αρωματοποιία όσο και στη φαρμακευτική ως συστατικό στα σιρόπια και… …   Dictionary of Greek

  • αγγελοβάλσαμο — το αγγελικό βάλσαμο, δηλ. άρωμα με εξαιρετική μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + βάλσαμο] …   Dictionary of Greek

  • μπάλσαμο — το (Μ μπάλσαμο) βλ. βάλσαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπάλσαμο < ιταλ. balsamo < βάλσαμο*] …   Dictionary of Greek

  • μυρόξυλο — το βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας φαβίδες από τα οποία παράγεται ευώδης ρητίνη, το «βάλσαμο τολού» και το «περουβιανό βάλσαμο». [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. myroxylon (< μύρον + ξύλον)] …   Dictionary of Greek

  • βενζοϊκό οξύ — Οργανικό αρωματικό οξύ, ο τύπος του οποίου προέρχεται από το βενζόλιο, αν αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου με μια όξινη ρίζα –COOH. Βρίσκεται στη φύση γενικά με τη μορφή των εστέρων του σε διάφορες ρητίνες και βάλσαμα, όπως το βάλσαμο του Περού …   Dictionary of Greek

  • Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Νίκολ, Γουίλιαμ — (William Nicol, ;1768 – Εδιμβούργο 1851. Υπήρξε καθηγητής της φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, όπου είχε ως μαθητή τον Μάξγουελ. Είναι γνωστός για τις έρευνες επί της πόλωσης του φωτός. Το 1828 ανακάλυψε το πρίσμα που φέρει το όνομά του· …   Dictionary of Greek

  • ρητίνες — Οργανικές ουσίες, στερεές ή ημιστερεές, με διάφορη σύνθεση, οι οποίες χαρακτηρίζονται κυρίως από μια τυπική υαλώδη μορφή και συχνά είναι διαφανείς. Οι φυσικές ρ. προέρχονται από τον φυτικό κόσμο και εξάγονται από διάφορα δέντρα μαζί με τις… …   Dictionary of Greek

  • Hypericum perforatum — Millepertuis perforé Millepertuis perforé …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”